Στράτος Παπάνης

Ζήτησα από το Θεό να με γυρίσει πίσω στις Εδέμ της παιδικής μου ηλικίας. Τότε, που τα μικρά περιέκλειαν το πελώριο, οι λεπτομέρειες στα μάτια μας φάνταζαν πιο ακέραιες από το τέλειο, και η ώρα χωρούσε δυο αιωνιότητες και ένα θαύμα.

Να με αποθέσει απαλά σε εκείνους τους καιρούς, που η σταθερότητα υποδυόταν την υπόσχεση για ασφάλεια παντοτινή και ο θάνατος ήταν πιο προσωρινός από τον ύπνο. Τότε που τίποτα δεν τελείωνε, αλλά άρχιζε ξανά το επομενο πρωί, ενώ είχε τη γεύση του καινούργιου, του τερπνού, του πρωτόγνωρου και του αδοκίμαστου. Να μου ξαναδειξει την εποχή, που διακωμωδούσαμε τα σοβαρά, γιατί μπορούσαμε να νιώσουμε το παράλογο στην οίηση των ανθρώπων και υποδυόμασταν τις τραγωδίες του κόσμου σα να ήταν παραμύθι με προδιαγεγραμμένο αίσιο τέλος.

Στα χρόνια που οι απορίες μας δεν λογίζονταν ως προπατορικά αμαρτήματα και ο μύθος ήταν η πιο ασφαλής και αυτονόητη ερμηνεία. Να με πάει πίσω στους τόπους, που όλα είχαν ψυχή, τα πράγματα, τα ζώα, οι στιγμές, οι καταστάσεις και εκείνοι που αγαπούσα ζωντανοί και παραστάτες.

-Με την καρδιά θες να σε πάω ή με το νου;

-Με το Νου,Του απάντησα και με το λογισμό, για να μπορώ καταλαβαίνω πως όλα τα θνητά τελειώνουν και να κατανοώ την ευτυχία που δεν εκτίμησα.

-Όμως, μου απάντησε ο Θεός, μόλις διάλεξες την κόλαση σου. Γιατί έτσι είναι γραμμένο, οι Εδέμ να πλάθονται, μόλις κάποιος τις δει με τα μάτια της καρδιάς του. Και καθαρτήριο να γίνονται αν κάποιο προσπαθήσει με το μυαλό να τις μολέψει.

φωτό από https://www.shutterstock.com/