Το φαινόμενο της αστικοποίησης είναι καθολικό, πολυδιάστατο και άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας. Η παρούσα έρευνα προσπαθεί να αναδείξει την εξέλιξη της αστικοποίησης στην Ελλάδα. Επί τριάντα χρόνια μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο έχουμε μία διαρκή δημογραφική αλλαγή, που μετά το 1981 παίρνει τη μορφή της πληθυσμιακής κρίσης. Έχουμε συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας στη πρωτεύουσα, γεγονός που οδήγησε σε μία μεγάλου βαθμού μετακίνηση από όλη την υπόλοιπη Ελλάδα προς αυτή. Αυτή η μαζική μετακίνηση είχε ως αποτέλεσμα τη πληθυσμιακή συρρίκνωση, την υπογεννητικότητα και τη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού. Ωστόσο, αυτή η ταχεία αστική συγκέντρωση τείνει να μειώνεται στα μέσα της δεκαετίας του ’70.

Τα βασικότερα σημεία που χαρακτηρίζουν την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας συνοψίζονται στα εξής σημεία · στην ύπαρξη αγροτικών δομών μέχρι και το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, στην γρήγορη εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση μεταπολεμικά και στην χαμηλή οικονομική ανάπτυξη.

Λέξεις κλειδιά: Αστικοποίηση, Οικογενειακό Πρότυπο, Εσωτερική μετανάστευση, Πυρηνική οικογένεια

1. Εισαγωγή

1.1. Η μετάβαση από την αγροτική στην αστική κοινωνία

Η αστικοποίηση στην Ελλάδα και συγκεκριμένα «η μετατόπιση των πληθυσμιακών μαζών από τις αγροτικές και τις ημιαστικές περιοχές προς τις αστικές περιοχές (Παπαδάκης & Τσίμπος 2004: 357) αποτέλεσε έναν καταλυτικό παράγοντα στη διαμόρφωση της δομής, των λειτουργιών και της μορφής της οικογένειας. Αυτή η έντονη εσωτερική μετακίνηση του πληθυσμού από τις αγροτικές περιοχές προς τα μεγάλα κέντρα καπιταλιστικής ανάπτυξης εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα και εντάθηκε κυρίως τη δεκαετία του 1970.

Έχουν γίνει πολλές θεωρητικές προσπάθειες ερμηνείας του αστικού φαινομένου μεταξύ των οποίων είναι η νεοκλασική προσέγγιση, η μαρξιστική θεώρηση, η προσέγγιση του Max Weber, καθώς και αυτή του Emile Durkheim. Γενικότερα επικρατεί μία σύνδεση της αστικοποίησης με το βιομηχανικό καπιταλισμό (Giddens 1993: 119).

Αρχικά, πολλές από τις ερμηνείες για την αστικοποίηση αναφέρονται σε αυτή ως σαν να είναι κάτι ευνοϊκό. Σύμφωνα με τη νεοκλασική προσέγγιση η μετακίνηση του πληθυσμού από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές λειτουργεί ως ένας μηχανισμός μεταφοράς εργατικής δύναμης από περιοχές με χαμηλή παραγωγικότητα σε περιοχές με υψηλή παραγωγικότητα. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατός ο μετασχηματισμός μίας αγροτικής οικονομίας σε βιομηχανική. Η υψηλή αυτή παραγωγικότητα των αστικών περιοχών συνδέεται με μεγαλύτερο μισθό συγκριτικά με αυτόν του γεωργικού τομέα (Πετράκος 1994 ) και αυτό γιατί υπάρχει υπερπροσφορά εργασίας στον αγροτικό τομέα. Ο μηχανισμός της ελεύθερης αγοράς είναι ικανός να ρυθμίσει τη γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού, ενώ οι περιφερειακές ανισότητες που δημιουργούνται αποτελούν μία προσωρινή κατάσταση, καθώς η αγορά αναλαμβάνει και εν τέλει αποκαθιστά τις συνθήκες για έναν ευνοϊκό ανταγωνισμό. Γεγονός βέβαια που μετέπειτα απορρίπτει ο Keynes, υποστηρίζοντας πως οι μεταναστευτικές ροές αποτελούν παράγοντα άρσης ανισοτήτων (Χατζημιχάλη 1992). Ο Keynes δεν βλέπει την οικονομία και την κοινωνία ως αυτορρυθμιζόμενο σύστημα και δεν θεωρεί πως μπορεί να υπάρξει τέλειος ανταγωνισμός, ενώ θεωρεί βασική την επαναφορά της ισορροπίας διότι οι ακαμψίες στις αγορές είναι βασική αιτία ανισορροπίας. Αναγκαίες είναι οι πολιτικές

παρέμβασης στην αγορά εργασίας των αστικών κέντρων με τη μορφή δημόσιων επενδύσεων, με την προϋπόθεση να υπάρχει πλεόνασμα εργατικού δυναμικού στις αγροτικές περιοχές, προκειμένου να αυξηθεί η απασχολησιμότητα, ενισχύοντας ταυτόχρονα την μετανάστευση (Kay 2007).

Οι μαρξιστικές θεωρήσεις προσεγγίζουν το αστικό φαινόμενο έχοντας ως βάση τον καταμερισμό εργασίας και τον τρόπο παραγωγής. Πρόκειται για μία ιστορικό-αναλυτική προσέγγιση, όπου υποστηρίζεται ότι οι μορφές παραγωγής καθορίζουν τον καταμερισμό εργασίας και την αντίστοιχη κοινωνική οργάνωση, που με τη σειρά τους καθορίζουν τη χωρική οργάνωση (Φραγκόπουλος 2005). Κατά τον Max Weber, η συγκρότηση της πόλης κινείται γύρω από την οργάνωση της οικονομίας, την ιδεολογία και τον πολιτισμό. Περιγράφει μία μετάβαση από την πόλη ως αδελφότητα, όπου η θρησκεία, ο πολιτισμός και η ιδεολογία αποτελούσαν τον πυρήνα της εξουσίας για την οργάνωση της πόλης, σε πιο ορθολογικές μορφές εξουσίας (Weber M., 2003: 85-93). Ο Emile Durkheim με τη σειρά του δίνει μία διαφορετική όψη στη μελέτη του αστικού φαινομένου εστιάζοντας στη κοινωνική συνοχή και τη κοινωνική αλληλεγγύη, δύο βασικά κριτήρια κατάταξης των κοινωνιών. Περιγράφει μία μετάβαση από την μηχανική αλληλεγγύη της πρωτόγονης κοινωνίας, όπου το άτομο λειτουργεί συλλογικά, σε μία οργανική αλληλεγγύη της σύγχρονης κοινωνίας, όπου το άτομο στοχεύει στη μεγιστοποίηση του ατομικού συμφέροντος, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται η συλλογική ικανοποίηση. Το αστικό φαινόμενο είναι για τον Durkheim αποτέλεσμα της συγκέντρωσης ή διασποράς του πληθυσμού και των αντίστοιχων δραστηριοτήτων μέσα σε αυτή. Επιχειρεί μία σύνδεση της συλλογικής ζωής με την οικονομική και καθημερινή ζωή. Οι οργανικές σχέσεις αλληλεγγύης της σύγχρονης κοινωνίας οδηγούν σε μία ποιοτική άνοδο των κοινωνιών και σε νέες μορφές δόμησης της συλλογικότητας (Durkheim 1978:19-20 ).

1.2. Θεωρίες για την εξέλιξη της οικογένειας

Η ερμηνεία των αλλαγών στην οικογένεια συνδέεται με το φαινόμενο της αστικοποίησης. Η οικογένεια αποτελεί ένα θεσμό, και όχι μία ανεξάρτητη κοινωνική ομάδα, ένα υποσύστημα, το οποίο επηρεάζεται από τον κοινωνικό περίγυρο. Βέβαια, η οικογένεια δεν είναι απλά αποδέκτης αλλαγών αλλά συμβάλλει με τη σειρά της στη διαμόρφωση της κοινωνίας, καθώς ασκεί επιρροή σε στάσεις, συμπεριφορές και αξίες (Αλιμπράνη-Μαράτου 1995: 15). Το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο των δυτικών κοινωνιών αντιμετώπισε πολλές αλλαγές, που με τη σειρά τους επέφεραν αλλαγές στο θεσμό της οικογένειας. Οι μεταβολές αυτές αφορούν κυρίως τη λειτουργία, τους ρόλους, τη μορφή και γενικά το πλαίσιο της οικογένειας. Τα αίτια των αλλαγών αυτών ήταν κυρίως η συνεχής εκβιομηχάνιση και η επικράτηση ενός καταναλωτικού μοντέλου, που αποσκοπούσε στη μεγιστοποίηση της ωφέλειας για κάθε νοικοκυριό. Πολλοί είναι οι ερευνητές που συμφωνούν στο γεγονός ότι οι αλλαγές στη σύνθεση της οικογένειας αλλά και των σχέσεων που δημιουργούν τα άτομα μεταξύ τους έχουν τις ρίζες τους στη δημογραφική μετάβαση, που ήταν αποτέλεσμα των κοινωνικών και οικονομικών εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών (Kaa 1987).

Στην προ-βιομηχανική περίοδο, η κοινωνία ήταν οργανωμένη σε ένα πλέγμα συγγενικών σχέσεων, τη λεγόμενη παραδοσιακή εκτεταμένη οικογένεια, η οποία αποτελούσε το κέντρο της οικονομικής παραγωγής. Ο χώρος εργασίας ήταν ταυτόχρονα και ο χώρος κατοικίας, όπου επικρατούσε μία εναρμόνιση των ρόλων των δύο φύλων. Η Ελλάδα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, από τις αρχές του 19ου αιώνα μέχρι και ένα μέρος του 20ου αιώνα χαρακτηρίζεται από αγροτικές δομές σε αντίθεση με άλλες δυτικές χώρες που έχουν μετασχηματιστεί λόγω της βιομηχανικής επανάστασης. Μετά από μία καθυστέρηση να ακολουθήσει τις εξελίξεις, τον 20ο αιώνα, με μία συνεχή εκβιομηχάνιση μεταφέρεται σε μία βιομηχανικά οργανωμένη κοινωνία, όπου επικρατεί η πυρηνική οικογένεια, στην οποία η οικογένεια δεν είναι πλέον το κέντρο της παραγωγικής δραστηριότητας και αποτελείται από τους γονείς και τους απογόνους. Από μονάδα παραγωγής η οικογένεια μετατρέπεται σε μονάδα κατανάλωσης. Η κατοικία πλέον διαχωρίζεται από το χώρο εργασίας. Αυτή είναι μία από τις βασικότερες αλλαγές, που συντελέστηκε στη μορφή της οικογένειας. Εμφανίζεται ο ρόλος της νοικοκυράς και περιορίζεται ο ρόλος της γυναίκας στην παραγωγική εργασία.

Στις αρχές 21ου αιώνα, με το πέρασμα στη μεταμοντέρνα εποχή, έχουμε νέα μοντέλα οικογένειας, που αντιστοιχούν στη σύγχρονη πραγματικότητα (Giddens 1993). Βασικός στόχος πλέον της οικογένειας είναι η ατομική ολοκλήρωση και η μεγιστοποίηση των απολαβών σε όλους τους τομείς της καθημερινής ζωής. Νέοι ρόλοι και κανόνες ρυθμίζουν την οικογενειακή ζωή, με την αρχή της συναίνεσης και της διαπραγμάτευσης να κυριαρχούν σε συνδυασμό με την αναγνώριση της αυτονομίας και της ισότιμης θέσης της γυναίκας. Κατ’επέκταση η αναπαραγωγική συμπεριφορά κινείται στα πλαίσια αυτών των εξελίξεων, η οποία συνεπάγεται τον περιορισμό των γεννήσεων προκειμένου να εκπληρωθούν οι επιθυμίες του ζεύγους.

Σύμφωνα με επιστήμονες της σύγχρονης εποχής υπάρχει μία πολλαπλή διάκριση στη συζυγική οικογένεια, που αποτελείται από τους συζύγους και τα παιδιά που απέκτησαν ή υιοθέτησαν στο πρώτο τους γάμο, ή αποτελείται από τα παιδιά που (ο ένας ή και οι δύο) απέκτησαν από προηγούμενο γάμο και ενδεχόμενα, με κοινά παιδιά (που απόκτησαν ή που υιοθέτησαν). Ακολουθεί, η συζυγική δυάδα, που ζουν μόνοι γιατί δεν απέκτησαν παιδιά ή γιατί τα παιδιά τους μένουν εκτός σπιτιού λόγω σπουδών ή εργασίας ή γιατί έχουν παντρευτεί και ζουν αυτόνομα. Επίσης, διακρίνουν τη μονογονεϊκή οικογένεια, όπου υπάρχει ένας άγαμος ενήλικας με εξώγαμα ή υιοθετημένα παιδιά ή ένας διαζευγμένος ή εγκαταλειμμένος ή εν διαστάσει ενήλικας με άγαμα παιδιά ή και ένας χήρος ενήλικας με άγαμα παιδιά. Στη συνέχεια διακρίνεται η εκτεταμένη οικογένεια (δύο γονείς, παιδιά και άλλα συγγενικά πρόσωπα), μετά η πειραματική μορφή οικογένειας, όπου υπάρχει μία ελεύθερη και άτυπη δέσμευση, δηλαδή ένα άγαμο ζευγάρι που συγκατοικεί ως συζυγική δυάδα ή ως συζυγική οικογένεια. (Τσαούσης 2000). Υπάρχει δηλαδή μία κοινοβιακή συμβίωση με βασική μονάδα τη συζυγική οικογένεια και το κοινοβιακό νοικοκυριό, με βασική μονάδα το άτομο, το οποίο συμμετέχει σε κοινές δραστηριότητες με άλλα άτομα (Μουσούρου 1989: 99).

Μία κεντρική θεωρία, που περιγράφει την εξέλιξη αυτή της οικογένειας είναι αυτή του Durkheim, ο οποίος αναφέρθηκε σε κάποια συγκεκριμένα σχήματα της οικογένειας και τα σύνδεσε με τις αλλαγές στη κοινωνία. Αίτιο της αλλαγής στην εξέλιξη της οικογένειας είναι οι θεσμοί και τα κοινωνικά γεγονότα. Ο Talcott Parsons, με τη δομολειτουργική του θεωρία βλέπει την οικογένεια ως θεσμό, που οφείλει να προσαρμόζεται στις αλλαγές της κοινωνίας. Πιο συγκεκριμένα, η μετάβαση από τη γεωργία στη βιομηχανία έχει ως επακόλουθο την αστικοποίηση, που συγχρόνως οδηγεί σε μία μετάβαση από την γεωργική εκτεταμένη οικογένεια στην βιομηχανοποιημένη πυρηνική οικογένεια. Άρα, τα μέλη της οικογένειας καλούνται να κινηθούν σε άλλες περιοχές, γεωγραφικά και συναισθηματικά απομονωμένοι και αλλοτριώνεται έτσι ο θεσμός της εκτεταμένης οικογένειας.

2. Μεθοδολογία – Πηγές και Δεδομένα

Η αστικοποίηση εξετάζεται με πολλούς τρόπους και ευρύτητα μεθοδολογιών. Στην εργασία αυτή μεθοδολογικά, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η ανάλυση των γεγονότων γίνεται στη διάρκεια του έτους 1951 έως και το έτος 2001 και ζητούμενο είναι η δυνατότητα σύγκρισης των δεικτών ανάμεσα στο 1951 και το 2001. Να σημειώσουμε ότι κατά το κύριο μέρος της η ανάλυση είναι συγχρονική (αναφέρεται δηλαδή στα δημογραφικά γεγονότα στη διάρκεια ενός έτους). Η ανάλυση έγινε σε επίπεδο χώρας και κυρίως κατά βαθμό αστικότητας.

Τα απαραίτητα δεδομένα για την παρούσα εργασία αντλήθηκαν από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.), με κύρια πηγή δεδομένων την απογραφή του 2001. Για τους αδρούς δείκτες που κατασκευάστηκαν και αναδεικνύουν την εξέλιξη του πληθυσμού και τη δομή του πληθυσμού, αντλήθηκαν δεδομένα κυρίως από την απογραφή του 2001, αλλά και από τις απογραφές 1961, 1971, 1981 και 1991. Πιο συγκεκριμένα από:

– ΕΣΥΕ (1951-2001) Στατιστική της Φυσικής Κίνησης του Πληθυσμού της Ελλάδος.

– ΕΣΥΕ (1951-2001) Στατιστική Επετηρίς.

– EΣΥΕ Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο (1951-2001).

-ΕΣΥΕ (1981) Αποτελέσματα απογραφής πληθυσμού-κατοικιών της Ελλάδας, Αθήνα.

-ΕΣΥΕ (1991) Αποτελέσματα απογραφής πληθυσμού-κατοικιών της Ελλάδας, Αθήνα.

– EUROSTAT, Labour Force Survey – Results, Eτήσιο, Λουξεμβούργο.

Ο υπολογισμός των βασικότερων δεικτών που χρησιμοποιήθηκαν, γίνεται με τις παρακάτω σχέσεις:

Πληθυσμός

Ως προς τον πληθυσμό κατασκευάστηκαν δείκτες που υπολογίζουν την εξέλιξη του πληθυσμού και τη δομή του (Κοτζαμάνης & Βανταλή).

 Ο ρυθμός μεταβολής του πληθυσμού υπολογίζεται από την ακόλουθη

σχέση :

P t = P0 ( 1 + r )t , όπου Pt είναι ο πληθυσμός σε μια δεδομένη στιγμή t, το t είναι ο αριθμός των χρονικών περιόδων που πέρασαν, το P0 είναι ο πληθυσμός στο τέλος των χρονικών περιόδων που παρήλθαν και r είναι ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του πληθυσμού.

 Ως δημογραφική γήρανση ορίζουμε τη συνεχή αύξηση της αναλογίας των ηλικιωμένων ατόμων (60, 65, 70, 75+) στο συνολικό πληθυσμό, η οποία συμβαδίζει με τη μείωση του ειδικού βάρους των παιδιών (0-14 ετών) και των ενδιάμεσων ηλικιών.

Δείκτης γήρανσης είναι ο λόγος των ατόμων ηλικίας 65 και άνω προς τα άτομα ηλικίας 0-14 ετών. Σκοπός του δείκτη αποτελεί ο προσδιορισμός της αναλογίας “γέροι” προς “νέοι”, δηλαδή πόσα άτομα ηλικίας 65-άνω αντιστοιχούν σε άτομα ηλικίας 0-14 ετών.

Σύμφωνα με την ΕΣΥΕ, έχουμε τη διάκριση μεταξύ αστικού, αγροτικού και ημιαστικού πληθυσμού.

Αγροτικός πληθυσμός είναι αυτός που περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δήμων και κοινοτήτων, των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει λιγότερο από 2.000 κατοίκους, εκτός αυτών που ανήκουν στα πολεοδομικά συγκροτήματα.

Αστικός πληθυσμός είναι αυτός που περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δήμων και κοινοτήτων, των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει 10.000 κατοίκους και άνω, καθώς επίσης, και τον πληθυσμό των 18 πολεοδομικών συγκροτημάτων στο σύνολό τους.

-Ημιαστικός πληθυσμός είναι αυτός που περιλαμβάνει τον πληθυσμό των δήμων και κοινοτήτων, των οποίων ο πολυπληθέστερος οικισμός έχει 2.000 – 9.999 κατοίκους, εκτός αυτών που ανήκουν στα πολεοδομικά συγκροτήματα

Δείκτης αστικοποίησης = κάτοικοι στις αστικές περιοχές x 100 προς το σύνολο του πληθυσμού

Γεννητικότητα- Γαμηλιότητα

Οι βασικοί δείκτες που χρησιμοποιούνται για την μελέτη της γαμηλιότητας και της γονιμότητας είναι οι εξής:

Ο αδρός δείκτης γεννητικότητας TBR = Bt x 1000,

Pt μέσο

όπου P είναι ο συνολικός πληθυσμός και Β ο αριθμός γεννήσεων

Ο δείκτης γονιμότητας Δ.Γ. = Bt x 1000

P (γυναικείου πληθυσμού)15-44

Ο όρος γαμηλιότητα παραπέμπει συνήθως στη συχνότητα των γάμων σε έναν πληθυσμό, δηλαδή στο αδρό ποσοστό της γαμηλιότητας, δηλαδή ο λόγος των γάμων ενός έτους προς το μέσο πληθυσμό του ίδιου έτους. Γάμοι x 1000

Pt μέσο

Ένας επίσης σημαντικός δείκτης είναι η μέση ηλικία στο γάμο, ο οποίος εκφράζεται σε έτη και στηρίζεται στον πίνακα γαμηλιότητας.

Αδρό ποσοστό διαζυγίων είναι ο λόγος των διαζυγίων ενός έτους προς το μέσο πληθυσμό του ίδιου έτους.

(3) Αποτελέσματα

3.1. Το πληθυσμιακό μέγεθος και οι συνιστώσες του (1951-2001)

Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, η ελληνική κοινωνία έρχεται αντιμέτωπη με μία έντονη δημογραφική αλλαγή και μία πληθυσμιακή κρίση. Ο συνολικός πληθυσμός της χώρας μας αυξάνεται απρόσκοπτα καθ’ όλη την μεταπολεμική περίοδο. Από 7,6 εκατομμύρια το 1951 έγινε 10,964 το 2001 (Πίνακας 1). Η αύξηση αυτή είναι από τις υψηλότερες στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ίδια χρονική περίοδο. Κατά τις δεκαετίες 1951-61 και 1971-81 έχουμε τις μεγαλύτερες τιμές ποσοστιαίας αύξησης του πληθυσμού, ενώ κατά τις δεκαετίες 1961-71, 1981-91 και 1991-01 τις μικρότερες. Οι μεγάλες τιμές κυμαίνονται γύρω στο 10%, ενώ κατά τις δεκαετίες μικρής πληθυσμιακής αύξησης δεν ξεπερνούν το μισό των προηγούμενων τιμών.

Πίνακας 1: Πληθυσμός της Ελλάδας και πυκνότητα 1951-2001 Έτος απογραφήςΣυνολικός πληθυσμόςΣυνολική μεταβολήΠυκνότητα ανά τ.χλμΡυθμός μεταβολής
19517.632.801287.94157,9
19618.388.553755.75263,69,5
19718.768.372379.81966,44,4
19819.739.589971.21773,810,6
199110.259.900520.31177,85,2
200110.964.020710.70583,16,7

Η άνιση κατανομή βέβαια και η χωρική υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού αντικατοπτρίζεται από το γεγονός ότι το 36% του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδος συγκεντρώνεται στη Πρωτεύουσα και τη Θεσσαλονίκη και οι ευρύτερες μητροπολιτικές περιοχές συγκεντρώνουν το 50% του πληθυσμού της στο σύνολο. Ειδικότερα, ο πληθυσμός στην Περιφέρεια της Πρωτεύουσας την περίοδο του 1981 έφτασε το 31,20% (3.027.000 κατοίκους) του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1981-1991 και 1991-2001 ενώ ο πληθυσμός των αστικών περιοχών αυξάνεται, η Πρωτεύουσα μόλις που αυξάνει τον πληθυσμό της.

Πίνακας 3: Συμμετοχή της Πρωτεύουσας στο σύνολο του Πληθυσμού 1951-2001

Πηγή ΕΣΥΕ, Απογραφή 1951-01

Συνεχίζοντας, αν μελετήσει κανείς την εσωτερική μετανάστευση της Ελλάδος κατά Περιφέρειες και το βαθμό αστικοποίησης (Πίνακας 4), θα διαπιστώσει ότι δεν είναι γεωγραφικά ισόρροπα κατανεμημένες. Διακρίνουμε από τη μία περιφέρειες, όπως είναι η Ήπειρος, η Δυτική Ελλάδα, το Βόρειο Αιγαίο, η Θεσσαλία, η Δυτική Μακεδονία και η Αττική, που έχουν απώλειες πληθυσμού και από την άλλη περιφέρειες που λόγω των αστικών κέντρων που έχουν στο εσωτερικό τους έχουν μικρές ή και μεγάλες αυξήσεις πληθυσμού.

Πίνακας 4: Μεταβολή πληθυσμού ως ποσοστό * επί του πληθυσμού αναφοράς της περιοχής, κατά Υπηρεσία Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΥΠΑ), και βαθμό αστικότητας Τόπος κατοικίας κατά την απογραφή 1981, 19911975-19811985-1991
Σύνολο %Αστικές περιοχές %Ημιαστικές περιοχές %Αγροτικές περιοχές %Σύνολο %Αστικές περιοχές %Ημιαστικές περιοχές %Αγροτικές περιοχές %
Α. Μακεδονίας-Θράκης-2,34,3-4,6-6,8-0,8-0,3-2,1-0,8
Κεντρικής Μακεδονίας0,84,5-0,3-0,60,8-0,32,91,9
Δυτικής Μακεδονίας-2,34,1-4,6-5,1-1,7-5,1-3,90,6
Ηπείρου-5,0-0,40,5-7,30,2-2,8-3,02,3
Θεσσαλίας-3,64,1-5,3-10,4-0,92,4-0,40,4
Ιονίων Νήσων-4,00,2-9,5-4,11,2-1,5-2,02,8
Δυτικής Ελλάδας-3,32,5-5,5-7,9-0,4-1,1-2,91,0
Στερεάς Ελλάδας-1.22,02,0-4,52,4-2,63,64,4
Αττικής3,42,615,617,20,9-2,114,816,5
Πελοποννήσου-3,2-0,2-1,7-5,01,7-2,52,13,3
Νήσοι Βορείου Αιγαίου-3,6-2,5-3,1-4,3-0,7-4,4-1,91,5
Νήσοι Νοτίου Αιγαίου-1,3-2,12,0-2,41,5-3,72,85,2
Κρήτης-0,55,3-0,8-4,61,40,81,42,0

Πηγή: ΕΣΥΕ, Αποτελέσματα απογραφών πληθυσμού 1981, 1991

Η μεταβολή του πληθυσμού επηρεάζεται άμεσα και έμμεσα τόσο από την καθαρή μεταναστευτική κίνηση όσο και από τη φυσική αύξηση του πληθυσμού. Χαρακτηριστικό είναι ότι την περίοδο 1950-1980 ο αριθμός των γεννήσεων κυμαινόταν ετησίως μεταξύ 140 και 160 χιλιάδων, τις δεκαετίες 1990-2001 παρουσιάζει μία μείωση που φτάνει στο επίπεδο των 100 χιλιάδων ετησίως. Ταυτόχρονα, ο αριθμός των θανάτων αυξάνεται γεγονός που σήμαινε και μείωση της φυσικής αύξησης του πληθυσμού (πίνακας 5). Επίσης την περίοδο 1950-1970 παρατηρείται μία μεταναστευτική εκροή των Ελλήνων προς το εξωτερικό, που όμως δεν επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το μέγεθος του πληθυσμού εξαιτίας της φυσικής αύξησης που σημειώθηκε.

Πίνακας 5: Μεταβολή του πληθυσμού της Ελλάδας στις χρονικές περιόδους μεταξύ των απογραφών Χρονική περίοδοςΓεννήσειςΘάνατοιΦυσική αύξησηΚαθαρή μετανάστευσηΣυνολική αύξηση
ΈλληνεςΞένοιΣ. Αύξηση
1951-601.533.249577.212956.037-224.45024.165-200.285755.752
1961-701.532.475693.050839.425-497.16937.832-459.337380.088
1971-801.438.877801.509637.368255.55278.856334.408971.776
1981-901.183.634911.193272.441251.190-4.148247.042519.483
1991-011.021.381999.76421.61753.066629.437682.503704.120

Η επίδραση της αστικοποίησης –βιομηχανοποίησης στη διαμόρφωση των οικογενειακών προτύπων στην ελληνική κοινωνία. Παπάνης Ευστράτιος και Μπαλάσα Αικατερίνη (2011). Κείμενα Περιφερειακής Επιστήμης, vol. II, issue 1, 43-62.

Μπορείτε να κάνετε παραπομπή στην εργασία σύμφωνα πάντα με την ακαδημαϊκή δεοντολογία