Ευστράτιος Παπάνης

Άλλαζε ο οδηγός από πρώτη σε δευτέρα με ένα θεόρατο μοχλό, πιο βαριεστημένα κι από το ίδιο το όχημα των παιδικών μου χρόνων, και μεσολαβούσε μια εκκωφαντική αιωνιότητα μέχρι να την πάρει.

Κανείς δε γνώριζε αν θα προχωρήσει ή αν θα εκραγεί στην ανηφόρα. Με μαρσαρίσματα και αγκομαχητά επιτάχυνε, για να σταματήσει λίγα μέτρα παρακάτω. Κι αν καμιά φορά έμπαινε η τετάρτη, η αδράνεια το επανέφερε στους αργούς ρυθμούς της πρώτης και στο δυσανάλογο μουγκρητό του.

Το όχημα αυτό είχε ως σκοπό να απομακρύνει την αφετηρία από τον προορισμό μέσω της βραδύτητας. Να διαχωρίσει την πρόθεση από το κίνητρο, να διυλίσει το αποτέλεσμα από τις αιτίες του, να προφυλάξει τη μια πόλη από την άλλη.

Δεν ήταν ακριβώς λεωφορεία, αλλά επιβραδυντικές μηχανές του χρόνου. Σου έδιναν την ευκαιρία να συλλογίζεσαι, να παρατηρείς, να ανυπομονείς, να απελπίζεσαι. Κι όλα με την επισημότητα και την υποκρισία, που άρμοζε στη δεκαετία του 70 και του 80.

Κίνηση με το στανιό, σαν όλες σχεδόν τις σχέσεις, που θα έκανα μελλοντικά: Στην εργασία, στη ζωή, στον έρωτα.

Μόνο που το λεωφορείο πάντα, κατά τρόπο μεταφυσικό, έφτανε στον προορισμό του. Σε αντίθεση με μένα.