Ταξιδιωτικά Κείμενα

Εκεί που αποσυντονίζονται οι χάρτες και αχνοσβήνουν οι γραμμές της κινητής, καραδοκεί η ομορφιά, που δεν εξημερώνεται.
Εκεί η ελευθερία και η μοναξιά, που την αναβάλει.
Εκεί οι ανέσπερες υποσχέσεις και τα μνήματα τους, όταν επαληθεύουν τη σημασία τους.
Σε χωριά με ξεχασμένα ονόματα και πινακίδες που γέρνουν στο αδιέξοδο.
Εκεί οι πλάνες κοριτσιών, που μοιάζουν με όνειρα,
και οι ματιές τους που σε διαπερνούν με τις ζωές που ποτέ δε θα ζήσεις.

Σε ποταμό
Σε ποταμό κοντά αν βρεθείς, ρίξε το δάκρυ σου στο νερό, της δέησης σου αντανάκλαση να μοιάσει και λαμπιόνι. Κι αν από την ψυχή σου αναβλύζουν οι πηγές, κάθαρση θα γίνει η ροή, σε θάλασσα μακρινή τον καημό σου να εξαγνίσει.

Όλυμπος
Παιδιά του θνητού είναι οι θεοί και του εφήμερου ανάγκη. Αθάνατοι οι άνθρωποι μέσα από αυτούς. Όσοι μπορούν να τους δουν και να τους αναστήσουν

Το σκοτάδι της θάλασσας
Καμία φορά φοβάμαι πως θα χυμήξει το σκοτάδι της θάλασσας να κυριέψει την πόλη, να βάψει με μαύρο τις ζωές μας, προτού το φως προλάβει να χρωματίσει το κύμα, πριν οι έσχατες αντιστάσεις μας μπορέσουν να αναχαιτίσουν την οδύνη, πριν το φιλί σου υποσχεθεί ένα νέο ξημέρωμα.

Δυο ρωγμές
Κάποια καλοκαιρινά απογεύματα ξεχνά δήθεν ο Θεός δύο ρωγμές ανάμεσα στους κόσμους Του, να γυρέψουν οι ψυχές όσα παράτησαν άυλα εδώ: μια μελωδία, λίγη αγάπη, ενός δειλινού το ανατρίχιασμα και κάποιου έρωτα τη σιγασμένη ανάμνηση.
Κι αν η ψυχή σας είναι μαθημένη στα οράματα, πύλες ανοίγουν των ακτίνων και του χρόνου οι χαραμάδες, και οι λογισμοί μόνο για εκείνη τη στιγμή γίνονται αθάνατοι.

Ομοιότητα
“Είμαστε τόσο όμοιοι οι άνθρωποι. Αλλά μας αρέσει να επικεντρωνόμαστε στις διαφορές, ώστε να ζούμε την επίφαση μοναδικότητας”΄

Απορία
Ήταν τόσο βαθιές οι προσευχές που δεν εισακούστηκαν, που στο τέλος δεν ήξερα τι άφησε το πιο απύθμενο κενό: Η έλλειψη σου ή η πίστη, που νεκρώθηκε πιο πολύ από κάθε πιθανό θάνατο.

Πνιγμένος
Με το χέρι σου τράβα την αυταπάτη της ομορφιάς, που σαν ιστός πυκνός κολλά στου νου τα μάτια και τις αισθήσεις.
Των πνιγμένων τότε στις θάλασσες αυτές θα ακούσεις τις κραυγές τους παφλασμούς και τη βοή της πόλης να σκεπάζουν.
Και όλα της απώλειας τα πορφυρά θα δεις τα ανερυθρίαστα ηλιοβασιλέματα να ντροπιάζουν.
Όμως, συνηθίζει η καρδιά τη φρίκη να ξεχνά ραίνοντας την με την άχνη του κάλλους.