
Η κοινωνική ανάπτυξη, σε αντιδιαστολή προς την οικονομική, δίνει έμφαση στην ανθρωποκεντρική προσέγγιση. Στηρίζεται στην κοινωνική δικαιοσύνη και στη δίκαιη κατανομή των πόρων. Βασική της αρχή είναι η προσωπική ευθύνη των κοινωνικών ομάδων και πολιτών για την εξέλιξη και πρόοδό τους.
Η κοινωνική ανάπτυξη βασίζεται στην αξιοποίηση των εγγενών δυνάμεων και ικανοτήτων των ατόμων, των οικογενειών τους και της κοινότητας. Αναφέρεται στην ενεργό συμμετοχή όλων των μακρο-συστημάτων (υγεία, στέγαση, εκπαίδευση, πρόνοια, πολιτική και οικονομία) με σκοπό την καταπολέμηση της φτώχειας μέσω πολλαπλών στρατηγικών. Σέβεται και προστατεύει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ισότητα. Προσανατολίζεται στην ενίσχυση της ποιότητας ζωής, στην αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού και στην οικοδόμηση ισορροπημένων και σταθερών κοινοτήτων που αλληλεπιδρούν αρμονικά μεταξύ τους.
Η επίτευξη κοινωνικής ανάπτυξης απαιτεί την υπέρβαση τριών βασικών εμποδίων: της φτώχειας, της ανεργίας, του κοινωνικού αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης. Η κοινωνική ανάπτυξη μεταθέτει την προσοχή από την κατασταλτική στην προληπτική παρέμβαση με έμφαση στην εκπαίδευση. Ουσιαστικά, πρόκειται για την προσωπική ανάπτυξη που αθροιστικά εξασφαλίζει την κοινωνική πρόοδο. Για να καταστεί βιώσιμη, θα πρέπει ο σχεδιασμός της να βασίζεται σε ενέργειες των πολιτών, οι οποίες θα τη διαιωνίζουν μέσω της συμμετοχικότητας, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς και τη σαφή γνώση των αναγκών τους. Για να υπάρχει αντιστοιχία των αναπτυξιακών στόχων με τις αξίες μιας συγκεκριμένης κοινότητας, θα πρέπει τα μέλη της να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, στους κοινωνικούς μετασχηματισμούς και στον επιμερισμό της εξουσίας. Είναι απαραίτητη η κοινωνική ενδυνάμωση, που μπορεί να επιτευχθεί μέσω της εκπαίδευσης των πολιτών και της ενίσχυσης των διαπραγματευτικών τους ικανοτήτων.
Η ικανότητα των τοπικών παραγόντων να αντιμετωπίζουν αυτόνομα τα θέματα που τους αφορούν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης. Μία κοινότητα που μπορεί να οργανώσει τις συλλογικές δράσεις της, να επιλύσει τις τυχόν διαφορές που παρουσιάζονται στα πλαίσιά της, να παίξει το ρόλο του διαμεσολαβητή και του ηγέτη με στόχο ένα κοινό όραμα είναι βέβαιο ότι μπορεί να αναπτυχθεί. Κύριο μέσο για το σκοπό αυτό αποτελεί η οργάνωση κοινοπραξιών και η προσαρμογή των θεσμικών δομών, οι οποίες συμβάλλουν στην κοινοτική αυτονομία και στη σύνδεση τοπικών, περιφερειακών και εθνικών αρχών.
Η αυξανόμενη κινητικότητα του κεφαλαίου, του εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, των πληροφοριών, των αγαθών και των υπηρεσιών στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης προοιωνίζουν μία ασταθή βάση ανάπτυξης. Για το λόγο αυτό, η ανάπτυξη μίας περιοχής πρέπει να βασίζεται στους σταθερούς πόρους της: το κοινωνικό, πολιτισμικό, περιβαλλοντικό κεφάλαιο και την τοπική κοινωνία της γνώσης.
Συνεπώς, τοπική ανάπτυξη μπορεί να θεωρηθεί η διαδικασία οικονομικής ανάπτυξης και διαρθρωτικών αλλαγών, η οποία οδηγεί σε βελτίωση του επιπέδου ζωής του τοπικού πληθυσμού και έχει οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτικο-διοικητική διάσταση. Οι δράσεις που αναπτύσσονται έχουν τέτοια μορφή, ώστε να αντιμετωπίζουν την κάθε χωρική ενότητα με διαφορετικό τρόπο, σύμφωνα με το επίπεδο ανάπτυξης της τοπικής οικονομίας, της δομής και λειτουργίας του παραγωγικού συστήματος, της αγοράς εργασίας και των χαρακτηριστικών που προσδιορίζουν την τοπική κουλτούρα.
Ευστράτιος Παπάνης, Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου