
Όταν ήμουν παιδί, ο κόσμος έμοιαζε με μία απέραντη, πυρίμορφη τοιχογραφία.
Ψηφιδωτά αεικίνητα οι άνθρωποι και ζωντανό το κάθε χρώμα. Οι λεπτομέρειες πίνακες μαγικοί, ανεξερεύνητοι, που με έσπρωχναν να βυθιστώ μες το επόμενο θέμα.
Κι άλλοτε τα νοήματα μού αποκαλύπτονταν ως ενόραση και θαύμα και έκπληξη, κι άλλοτε έπρεπε εγώ να τα ανασυνθέτω: Όπως ήθελα, όπως φανταζόμουν, σα μελωδία ή αντανάκλαση, σαν καθρέφτης και πείραμα ή σαν τα νερά μιας λίμνης, που κατόπτριζαν μορφές εξιδανικευμένες, αναλλοίωτες και άφθορες.
Όταν ήμουν παιδί, ο κόσμος ήταν αγνός και διάφανος, ώστε να φεγγοβολά μόνο τις άδολες πτυχές του.
Όχι από αφέλεια ή σκευωρία ή άγνοια, αλλά γιατί, κάθε που οι μπογιές μου σκούραιναν, τόσο πολύ ανακατευόταν με στοργή και δεητικό θυμίαμα, που οι αποχρώσεις τους αποκτούσαν γλυκύτητα και θαλπωρή και συγκατάβαση.
Ακόμα και οι κηλίδες της μοναξιάς ή της θλίψης, μετουσιώνονταν και έδεναν με ανθισμένα χαμόγελα και εβένινα, άτρωτα στηρίγματα. Σαν χάρη αναβαπτίζονταν, καθώς διυλίζονταν στις προθέσεις του ποιητή της.
Λιμένες προσήνεμοι τα μπλε, ατόφια τα ερυθρά, καθάρια τα πράσινα, με ουράνια τόξα και προσδοκίες πάλλονταν και ακτινοβολούσαν.
Γιατί αίρεση ο πόνος και παραφωνία η λύπηση.
Τότε!
Όταν ήμουν παιδί, στα πινέλα ανακάτευα συναισθήματα και στις σπάτουλες πανηγύριζαν οι ελπίδες.
Η πλάση ήταν στόρηση κι αναγέννηση, επειδή χωρούσε όλους τους ανθρώπους. Κι ο πίνακας, σαν παραμυθία και λήθη, απεικόνιζε ιστορίες, όνειρα και αφηγήσεις και μύθους και ραψωδίες.
Όταν ήμουν παιδί το απερίγραπτο κάλλος δε με άφηνε να διακρίνω πως η τοιχογραφία είχε όψεις πολλαπλές, αινίγματα πολύσημα και φρίκη και οδύνη και έρεβος.
Πως βλοσυρός ζωγράφος η μοίρα μυριάδες σκαρφιζόταν συμπληγάδες και Κύκλωπες, για να αφανίσει ανυποψίαστους ταξιδιώτες. Εκείνους που σε καμιά Ιθάκη δεν έφτασαν και για καμιά Ελένη δεν πρόλαβαν να παλέψουν.
Όταν ήμουν παιδί δεν έβλεπα πως η οικουμένη ήταν ένα απέραντο σφαγείο. Πώς οι ψηφίδες βάλτος μετακινούμενος, που ανέμενε να καταπιεί τους επίδοξους της ζωής καλλιτέχνες, χωρίς αιδώ, χωρίς ενδοιασμό, χωρίς δικαιολογία.
Και κανείς δεν μου είπε, όταν ήμουν παιδί, πως άσχετα από τι επιλέξεις να δεις ή να αγνοήσεις στον πίνακα, στο τέλος το φως και οι αντάγειες και οι λαμπηδόνες μετατρέπονται σε θάμπος και θάνατο και Κέρβερο.
Μα τώρα πια ξέρω πως μία η λύση και ένα το ξόρκι και το αντίδοτο: Το χρώμα το ανεξίτηλο της αγάπης, που το γκρεμό της τοιχογραφίας σε αιωνιότητα μετατρέπει, πέρα από τη σοφία, πέρα από την έμπνευση, την ομορφιά, το πένθος και τη Μοίρα.