
Θα φτάσει μία στιγμή στη ζωή σου, που τα αυτονόητα και οι σταθερές, που με τόση υπεροψία σε έκαναν να αντιμετωπίζεις την καθημερινότητα, θα καταρρεύσουν.
Ακόμα και οι αγαπημένοι, ανήμποροι ή απόντες πια, δε θα μπορούν να τροφοδοτήσουν τις βεβαιότητές σου. Είναι οι καιροί, που θα βρεθείς αντιμέτωπος με τη θνητότητα, η τρομερή ώρα, που συνειδητοποιείς πως τα θεμέλια και τα στηρίγματα και τα γερά ντουβάρια της ύπαρξής σου ποτέ δεν είχαν στερεωθεί στον κόσμο τούτο.
Πάντα αλλού ήταν η πατρίδα, αλλά εσύ πέρασες για ιερά χώματα τόπους άξενους κι οδυνηρούς και πρόσκαιρους. Τότε θα καταλάβεις πως όλα τα σχέδια και τα όνειρα, που έκανες, δεν ήταν παρά νερομπογιές πάνω σε πλαστικό, που ξέφτισαν στο χρόνο, κι ανακατεύτηκαν τα χρώματα και έσβησαν τα νοήματα, σαν αγιογραφίες σε εκκλησάκια ερειπωμένα, σαν αγάπες παλιές, που τις αναπολείς χωρίς το συναίσθημα και τον παλμό και τους αναστεναγμούς, που τις είχαν γεννήσει.
Κι απορείς πώς τόσο ρίγος και πνοή ξοδεύτηκαν στα ανούσια, κι ας νόμιζες πως θα ανέβλυζαν ορμητικά κι αέναα και ας σε είχαν πείσει πως γι αυτά αξίζει να αγωνίζεσαι, σα μια σφαγή, που έγινε μόνο για να τηρηθούν τα προσχήματα και να διαιωνιστεί η υποκρισία. Όταν θα νιώσεις πρόσφυγας στη ζωή, η αιωνιότητα σου φανερώνει τις αληθινές της πύλες. Κι όλα όσα κάποτε για αθάνατα σου παρουσιάστηκαν, τώρα πια μοιάζουν με πλάνες και σκιρτήματα φευγαλέα. Όταν ο ουρανός θα σου είναι πιο οικείος από τη γη, έχει φτάσει η ώρα να ξαναβαπτισθείς σε λυτρωτικές αλήθειες.